- συγγέωργος
- ὁ, Α1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους2. στον πληθ. οί συγγέωργοιμέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γεωργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυγγέωργος — συγγέωργος , συγγέωργος fellow labourer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγεωργώ — έω, Α [συγγέωργος] 1. είμαι συγγέωργος* 2. (μτβ.) βοηθώ στην καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ξυγγεώργους — συγγεώργους , συγγέωργος fellow labourer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)